- γυψοπλάστης
- ο , γυψοπλάστρια η см. γυψάς 2
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυψοπλάστης — ο (θηλ. γυψοπλάστρια, η) (Μ γυψοπλάστης) αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα … Dictionary of Greek
γυψοπλάστης — ο θηλ. ρια αυτός που κατασκευάζει γύψινα αντικείμενα, γυψάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek